. Το πρόσωπο και το σπλαχνικό κρανίο του παιδιού.
2.1. Ιδιαιτερότητες.
Η κεφαλή και ο τράχηλος του παιδιού δεν αποτελούν απλά μια αναλογικά μικρότερη συγκρότηση των αντίστοιχων δομών του ενήλικα, αλλά παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες, κυρίως γιατί βρίσκονται σε συνεχή αναπτυξιακή διαδικασία. Οι ιδιαιτερότητες αυτές έχουν σημασία στους τραυματισμούς κεφαλής και τραχήλου της παιδικής ηλικίας, τις εκδηλώσεις, τον έλεγχο, την αντιμετώπιση και τις άμεσες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.
Οι δομικές ιδιαιτερότητες και η αναπτυξιακή διαδικασία προκαλούν διαφοροποιήσεις στις παραμέτρους της Βιολογικής/Μηχανικής, που γνωρίζουμε από τους τραυματισμούς σε ενήλικες, ιδιαίτερα όσον αφορά τη βιολογική συμπεριφορά των ιστών και δομών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καταγράφονται διαφορετικές μορφές των τραυματισμών, επιπλοκές και επιπτώσεις, σε σχέση με τους ενήλικες, και να απαιτείται διαφορετική αντιμετώπιση (επιλογές, αναισθησία, τεχνικές).
Η ηλικία του τραυματία, σε συνδυασμό με τις δομικές και αναπτυξιακές ιδιαιτερότητες, επιβάλλει προσαρμοσμένη ιατρική φροντίδα τόσο στον έλεγχο όσο και στην αντιμετώπιση των κακώσεων.
2.2. Δομές του σπλαχνικού κρανίου στο παιδί.
Οι ιδιαιτερότητες των δομών του σπλαχνικού κρανίου στο παιδί, αφορούν το μέγεθος, τις σχέσεις των οργάνων και την ποιότητα των ιστών (Τριαρίδης Α., 2002).
Το σπλαχνικό κρανίο είναι συγκριτικά μικρό, σε σχέση με το εγκεφαλικό. Κατά τη γέννηση, η σχέση τους είναι 1:8. Η ανάπτυξη του εγκεφαλικού κρανίου ολοκληρώνεται σχεδόν στα δύο πρώτα χρόνια της ζωής, ενώ το σπλαχνικό κρανίο αναπτύσσεται σ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας και συνεχίζει με πιο αργό ρυθμό στην εφηβεία μέχρι και την ενηλικίωση.
Τα οστά έχουν μεγάλη ελαστικότητα, επειδή οι ραφές δεν έχουν συνοστεωθεί, αλλά λειτουργούν ως γραμμές ανάπτυξης, η αναλογία σπογγώδους προς συμπαγές οστό είναι μεγαλύτερη, το περιόστεο είναι παχύ, η πνευμάτωση των οστών είναι μικρή, και υπάρχουν τα χόνδρινα κέντρα ανάπτυξης (πυρήνες οστέωσης).
Το άνω τριτημόριο του προσώπου καταλαμβάνει συγκριτικά με τους ενήλικες μεγαλύτερο τμήμα του προσώπου, το μέτωπο προβάλλει και ο μετωπιαίος κόλπος είναι αρχικά πολύ μικρός.
Η άνω γνάθος είναι μικρή συγκριτικά και περιέχει τις καταβολές του ιγμόρειου και τα οδοντικά σπέρματα. Αναπτύσσεται με ταχύτερο ρυθμό στην ηλικία των 6 χρονών, ενώ η ανάπτυξη του κόγχου συμπληρώνεται στα 7 χρόνια.
Οι παραρρινικές κοιλότητες στο νεογνό είναι μικρές (εκκολπώματα), με αποτέλεσμα μικρή πνευμάτωση του σπλαχνικού κρανίου. Με εξαίρεση τις ηθμοειδείς κυψέλες, οι οποίες είναι ήδη καλά ανεπτυγμένες κατά τη γέννηση, η πνευμάτωση των παραρρινικών κόλπων και η ανάπτυξή τους, προχωράει αργά μέχρι το έβδομο έτος της ηλικίας. Μετά την ηλικία αυτή η ανάπτυξη γίνεται πιο γρήγορα αλλά ακανόνιστα και συνήθως μεταξύ του 12ου και 14ου έτους η ανάπτυξη των παραρρινικών κόλπων έχει σχεδόν ολοκληρωθεί (Grellet M., 1951).
Η κάτω γνάθος είναι μικρή, με αμβλεία γωνία κλάδου και σώματος και περιέχει τα οδοντικά σπέρματα. Ο αυχένας του κονδύλου της κάτω γνάθου είναι κοντός και παχύς, γεγονός που δικαιολογεί αυτή τη μικρότερη συχνότητα καταγμάτων, σε σχέση με αυτή των ενηλίκων. Όταν συμβαίνουν, λόγω της ελαστικότητας των οστών, τα κατάγματα του αυχένα είναι τύπου «χλωρού ξύλου».
Χαρακτηριστικό των γνάθων του βρέφους και του παιδιού είναι, η ύπαρξη οδοντικών σπερμάτων και αργότερα μικτών φραγμών, δηλαδή η ταυτόχρονη ύπαρξη μόνιμων και νεογιλών δοντιών. Υπάρχουν δύο περίοδοι οδοντοφυΐας, η νεογιλή και η μόνιμη οδοντοφυΐα. Στο παιδί, μέχρι την ηλικία των 2 χρονών, εξαιτίας της ατελούς διαμόρφωσης της μύλης των αναπτυσσόμενων μόνιμων δοντιών, η αναλογία οστού προς οδοντική ουσία είναι σχετικά υψηλή. Όταν συμβαίνει ένα κάταγμα και η γραμμή του κατάγματος περνά μέσα από οδοντικά σπέρματα που δεν έχουν ανατείλει, μπορεί να συμβεί απώλεια ή καταστροφή του αναπτυσσόμενου δοντιού, με συνέπεια η ανατολή του να σταματήσει ή να πραγματοποιηθεί σε ανώμαλη μορφή. Η γραμμή του κατάγματος είναι επίσης ανώμαλη, γιατί περνά ανάμεσα από τις κρύπτες των αναπτυσσόμενων μόνιμων δοντιών, και έχει την τάση να είναι μακριά και λοξή. Η κάτω γνάθος προβάλλει προς τα κάτω και εμπρός σε αντίθεση με την κάτω γνάθο του ενήλικα που προβάλλει προς τα κάτω και πίσω (Alberti P., 1976).
Τα νεογιλά δόντια δεν προσφέρονται για διαγναθικές ακινητοποιήσεις, ενώ οι μύλες των μόνιμων δοντιών δεν προβάλλουν αρκετά, γεγονός που επιβάλλει συχνά διαφοροποίηση της αντιμετώπισης των καταγμάτων σε σχέση με τους ενήλικες. Στα παιδιά με μικτή οδοντοφυΐα, υπάρχει ποικιλία στην απορρόφηση της ρίζας του νεογιλού δοντιού και ατελής διαμόρφωση της ρίζας του μόνιμου δοντιού, αλλά και αυτά τα μόνιμα δόντια είναι «φτωχά στηρικτικά» για μεταλλικούς δοκούς ή άλλα μέσα ενδοστοματικής ανάταξης (Mustarde J., 1979).
Το μέσο και το κάτω τριτημόριο του προσώπου στο παιδί είναι μικρότερα σε σχέση με το άνω τριτημόριο. Η εγκάρσια διάμετρος του προσώπου είναι μεγαλύτερη σε σχέση με το μήκος του. Έτσι, η οπτική εντύπωση, οι αναλογίες και η διαμόρφωση του προσώπου στο παιδί, είναι διαφορετική από του ενήλικα.
Μεγάλο μέρος του όγκου του προσώπου στο παιδί καταλαμβάνεται από παχύ στρώμα υποδόριου ιστού με άφθονο λίπος και χαλαρότητα του συνδετικού ιστού. Στον οστεοχόνδρινο σκελετό του προσώπου η αναλογία του χόνδρου είναι μεγαλύτερη στα παιδιά (Σάββας Α. 1958).
Η μύτη στα παιδιά είναι μικρότερη και προεξέχει λιγότερο από το υπόλοιπο πρόσωπο, σε σχέση πάντα με τη μορφολογία της μύτης των ενηλίκων. Η παιδική μύτη αποτελείται στο μεγαλύτερο μέρος της από χόνδρο και περικλείει πολλά κέντρα οστέωσης–ανάπτυξης των οστών. Αρχικά τα ρινικά οστά συνδέονται μεταξύ τους με «ανοιχτή» ραφή που συγκλίνει σταδιακά με την πάροδο των χρόνων και τελικά συνοστεώνεται. Το μήκος των ρινικών οστών στα παιδιά είναι το ίδιο με το πλάτος τους, ενώ στους ενήλικες είναι τριπλάσιο του πλάτους (Pirsig W., 1979).
Η μαστοειδής απόφυση αναπτύσσεται μετά τη γέννηση, με την εξελισσόμενη πνευμάτωσή της (μαστοειδείς κυψέλες), και το προσωπικό νεύρο αναδύεται από το βελονομαστοειδές τρήμα, χωρίς την προστασία της μαστοειδούς. Έτσι σε χειρισμούς κατά τον τοκετό (εμβρυουλκία) μπορεί να προκληθεί τραυματισμός του προσωπικού νεύρου (Δανιηλίδης Ι., 2000).
Η αιμάτωση του προσώπου είναι πλούσια με αποτέλεσμα εντυπωσιακές και αθρόες αιμορραγίες μετά από τραυματισμούς, αλλά και γρήγορη επούλωση του τραύματος και αποκατάσταση των τραυματισμένων ιστών. Η αεροφόρα οδός έχει μικρό εύρος και ένας επιπόλαιος τραυματισμός της ή ένα μικρό οίδημα αρκεί για να απειλήσει τη βατότητά της (Τριαρίδης Α.,2002).
2.3. Οργανογένεση και μετεμβρυϊκή εξέλιξη του πρoσώπου.
Το πρόσωπο και το σπλαχνικό κρανίο του παιδιού βρίσκονται, από την εμβρυϊκή ακόμα περίοδο και ως και την εφηβεία, σε διαρκή μετασχηματισμό και δυναμική εξέλιξη. Για την εξήγηση της μετεμβρυϊκής ανάπτυξης του προσώπου μορφοποιήθηκαν θεωρίες (γενετική προδιαγραφή, αύξηση με κύριο κινητοποιητή το χόνδρο, ανάπτυξη εξαιτίας της λειτουργικότητας), και μελετήθηκαν διεξοδικά, η οστεογένεση, η δερμογενής οστεοποίηση, η χονδρογενής οστεογένεση, ο μετασχηματισμός μέσω της συνεχούς αποικοδόμησης - ανοικοδόμησης (Kozak F., 1993).
Η εξελικτική αυτή διαδικασία έχει κρίσιμη σημασία ως προς τα χαρακτηριστικά της Βιολογικής/Μηχανικής συμπεριφοράς των δομών του προσώπου, τόσο ως προς το άμεσο αποτέλεσμα της εφαρμογής της βίας, όσο και ως προς τις αναπτυξιακές επιπτώσεις του τραυματισμού. Κατά βάση ο ορισμός του «παιδικού προσώπου-σπλαχνικού κρανίου» είναι παραπλανητικός, καθώς δεν ορίζει ενιαία δομή, αλλά μια διαρκώς εξελισσόμενη δομή. Έτσι είναι διαφορετική η δομή στο νεογνό, διαφορετική στο βρέφος και το νήπιο με την νεογιλή οδοντοφυΐα και την έναρξη της μορφοποίησης των παραρρινικών αεροφόρων κοιλοτήτων και διαφορετική στην προσχολική και σχολική ηλικία με το μικτό και έπειτα μόνιμο οδοντικό φραγμό και την ανάπτυξη των παραρρινικών αεροφόρων κοιλοτήτων και της γνάθου. Μετά την ηλικία των 10 χρόνων, τα δομικά χαρακτηριστικά προσομοιάζουν με εκείνα του ενήλικα και η Βιολογική/Μηχανική συμπεριφορά του σπλαχνικού κρανίου στην εφαρμογή της βίας παρουσιάζει αναλογίες με του ενήλικα. Τα κύρια στοιχεία που περιγράφουν την ανάπτυξη, και συνεπώς τη δομή του σπλαχνικού κρανίου σε μία συγκεκριμένη ηλικιακή περίοδο, είναι η αφετηρία εξέλιξης (οργανογένεση), οι πυρήνες οστέωσης, οι ραφές, η οδοντοφυΐα, η ανάπτυξη των αεροφόρων κοιλοτήτων και η ανάπτυξη της κάτω γνάθου. Η μετεμβρυϊκή ανάπτυξη του κρανίου στηρίζεται στην πρώιμη δημιουργία τριών διακριτών περιοχών του Νευροκράνιου, του Ρινογναθικού Συμπλέγματος, και της κάτω γνάθου (Kozak F., 1993).
Παραθέτουμε μερικά χρήσιμα στοιχεία από την Οργανογένεση του σπλαχνικού κρανίου (Σάββας Α.Π. 1958, Crelin E. 1969, Crelin E. 1973, Τριαρίδης Κ. 1980, Graney D. et. al. 1993, Kozak F. 1993, Anon J.B. et. al. 1996).
Το ηθμοειδές οστό και οι ηθμοειδείς κυψέλες.
Το ηθμοειδές οστό προέρχεται από τη χόνδρινη ρινική κάψα και ανήκει στα χονδρογενή οστά. Εμφανίζει τρεις πυρήνες οστέωσης. Οι δύο (εκατέρωθεν) εμφανίζονται κατά τον 5ο-6ο εμβρυϊκό μήνα στην περιοχή του μετέπειτα παπυρώδους πετάλου, επεκτεινόμενοι βαθμιαία στην περιοχή της μέσης ρινικής κόγχης. Από τους πυρήνες αυτούς διαπλάσσονται οι ηθμοειδείς λαβύρινθοι. Κατά τον 6ο εμβρυϊκό μήνα εμφανίζεται ο 3ος πυρήνας οστέωσης στο κάθετο πέταλο, επεκτεινόμενος βαθμιαία μέχρι το 4ο έτος της ηλικίας στην περιοχή του καλλαίου. Από αυτόν τον πυρήνα οστέωσης διαμορφώνεται το τετρημμένο πέταλο με την οστέωση να επεκτείνεται προς τα έξω (Grellet M., 1951).
Τα τρία αυτά κύρια τμήματα του ηθμοειδούς οστού ενώνονται σε ενιαίο οστό κατά το 5ο-6ο έτος της ηλικίας και η πλήρης συνοστέωση ολοκληρώνεται κατά το 16ο έτος. Η διάπλαση των παραρρινικών κόλπων αρχίζει τον 3ο- 4ο εμβρυϊκό μήνα (Lim L.H. et. al. 1993). Οι ηθμοειδείς κυψέλες υπάρχουν στο νεογνό στις πλάγιες μάζες του ηθμοειδούς που είναι ήδη οστέινες και σχηματίζουν τμήματα του έσω τοιχώματος του κόγχου και της άνω & μέσης ρινικής κόγχης. Το υπόλοιπο ηθμοειδές είναι χόνδρινο. Η ανάπτυξη των παραρρινικών κόλπων οφείλεται σε διείσδυση του ρινικού βλεννογόνου στο γειτονικό σπογγώδες οστό και σύγχρονη απορρόφηση της οστέινης ουσίας από αυτούς. Η πνευμάτωση των ηθμοειδών συμβαίνει προς όλες τις κατευθύνσεις μέχρι να συναντήσουν χόνδρο ή συμπαγές σκληρό οστό (Manson P.N. et. al. 1980). Είναι ανεπτυγμένες κατά το 3ο έτος, καταλαμβάνοντας βαθμιαία τους λαβύρινθους και τα γύρω οστά. Με την πνευμάτωση των ηθμοειδών κυψελών λεπτύνονται τα διαφραγμάτια τους και γίνονται πιο εύθραυστα (Manson P.N. et. al. 1980). Στην παιδική ηλικία, το παπυρώδες πέταλο είναι ιδιαίτερα λεπτό γι’ αυτό οι ηθμοειδίτιδες είναι στα παιδιά σχετικά συχνές επιπλοκές σε φλεγμονές του κόγχου. Οστικά ελλείμματα μπορεί να υπάρχουν στην οροφή των ηθμοειδών και στο παπυρώδες πέταλο. Οι ηθμοειδείς κυψέλες είναι οι πρώτες αεροφόρες κοιλότητες που υπάρχουν στο παιδί και επομένως συμμετέχουν τόσο σε τραυματισμούς της περιοχής, όσο και σε φλεγμονές.
Το μετωπιαίο οστό και ο μετωπιαίος κόλπος.
Το μετωπιαίο οστό είναι υμενογενές και διαπλάσσεται από δυο πυρήνες οστέωσης, δεξιά και αριστερά, που εμφανίζονται κατά την 8η εμβρυϊκή εβδομάδα, σε θέση που αντιστοιχεί πάνω από τα υπερόφρυα τόξα. Κατά τον τοκετό, το μετωπιαίο οστό αποτελείται από δύο ημιμόρια, δεξιό και αριστερό, συνδεόμενα μεταξύ τους με την μεσομετωπιαία ραφή η οποία αρχίζει να συνοστεώνεται κατά το 2ο έτος. Η ρινική άκανθα που συνέχεται με το κάθετο πέταλο του ηθμοειδούς οστού διαπλάσσεται σε χόνδρινο υπόστρωμα και εμφανίζει δύο πυρήνες οστέωσης κατά το 12ο έτος (Crelin E. 1969, Crelin E. 1973, Anon J. B. et. al. 1996).
Η καταβολή του μετωπιαίου κόλπου αναγνωρίζεται από την ηλικία των 6 μηνών στο οριζόντιο τμήμα του μετωπιαίου οστού (κογχικό πέταλο), αλλά ορίζεται ως κόλπος με την πνευμάτωση του κάθετου τμήματος του μετωπιαίου οστού (έναρξη μεταξύ 2ου-4ου έτους). Η πνευμάτωση αυτή συμβαίνει πλησιέστερα προς το οπίσθιο πέταλο του οστού, με αποτέλεσμα το πρόσθιο τοίχωμα του κόλπου να είναι παχύτερο (4 mm ) από το οπίσθιο (0.1-4.8 mm ). Ο μετωπιαίος κόλπος συνήθως (60%) προέρχεται από την οπίσθια των 4 αυλάκων του εμβρυϊκού μετωπιαίου κολπώματος (από τις υπόλοιπες προκύπτουν οι κυψέλες του ρινικού χαρακώματος). Όταν ο μετωπιαίος κόλπος προέρχεται από τις αύλακες της μετωπιαίας ζώνης του ανώτερου τμήματος της ηθμοειδούς χώνης (40%) δεν αναπτύσσεται ανατομικά διακριτός μετωπορρινικός πόρος (Erelin E., 1969). Από τις αύλακες της μετωπιαίας ζώνης προέρχονται οι κυψέλες του ρινικού χαρακώματος και η μετωπιαία οστεοκύστη. Σε διάφορα σύνδρομα έχουμε υπερπνευμάτωση (Turner's, Klinefelter's, Osteogenesis imperfecta tarda) ή υποπνευμάτωση του μετωπιαίου κόλπου (Down's, Apert, Treacher-Collins). Η ασύμμετρη ανάπτυξη των μετωπιαίων, αποτελεί κανόνα παρά εξαίρεση. Τα υπερόφρυα τόξα απουσιάζουν στο νεογνό και αναπτύσσονται παράλληλα με τους μετωπιαίους κόλπους.
Ηλικιακές ιδιαιτερότητες του οφθαλμού και του κόγχου.
Στο νεογνό, ο βολβός είναι σχετικά μεγάλος ως προς τις άλλες αναλογίες του σώματος. Ο φακός είναι περισσότερο εύκαμπτος. Κατά τους πρώτους 4 μήνες, οι κινήσεις των οφθαλμών δεν είναι συνδυασμένες και παρατηρούνται αποκλίσεις (Στάγκος Ν. 2002, Alvi A. et. al. 2003). Πολλά από τα αντανακλαστικά της διόφθαλμης όρασης αναπτύσσονται μέσα στους 6 πρώτους μήνες. Δεν υπάρχουν δάκρυα, όταν γεννιέται το νεογνό˙ εμφανίζονται μετά τη δεύτερη βδομάδα της ζωής.
Ο κόγχος είναι συγκριτικά μεγάλος σε σχέση με το υπόλοιπο κρανίο, αλλά τους πρώτους έξι μήνες της ζωής ο βολβός αναπτύσσεται ταχύτερα σε σύγκριση με τα οστά του κόγχου και προβάλλει απροστάτευτος από το πλάγιο τοίχωμα του (Alvi A. et. al. 2003). Η οστεοποίηση των τοιχωμάτων του κόγχου έχει ολοκληρωθεί κατά την κύηση, με εξαίρεση την κορυφή του κόγχου. Το κογχικό λίπος είναι σχετικά λιγότερο. Οι διαστάσεις της βάση του κόγχου είναι: ύψος 19 mm , πλάτος 13 mm , μέγιστο βάθος 30 mm . Σχετικά ευρύτερο είναι στη γέννηση το υποκόγχιο τρήμα. Φλεγμονές των οδοντικών σπερμάτων της άνω γνάθου οδηγούν σε οστεομυελίτιδα και φλεγμονή του κόγχου.
Ο βολβός στην παιδική ηλικία, όντας σχετικά μεγάλος στη γέννηση, αναπτύσσεται σχετικά λιγότερο. Έτσι, το βάρος του βολβού από τη γέννηση μέχρι την ενηλικίωση, αυξάνεται 3 φορές, όταν το βάρος του σώματος αυξάνεται 20 φορές. Το οπτικό νεύρο αυξάνει τη διάμετρό του πάνω από το ½, ώστε, στο τέλος του πρώτου χρόνου, έχει σχεδόν τη διάμετρο του ενήλικα. Το κογχικό λίπος αυξάνεται με την αύξηση του κόγχου και καλύπτει τα διάκενα και τα διαστήματα. Ο παιδικός βολβός και τα τοιχώματα του κόγχου έχουν αυξημένη ελαστικότητα. Το υποκόγχιο τρήμα στα παιδιά βρίσκεται αμέσως κάτω από το υποκόγχιο χείλος και με την ανάπτυξη του προσώπου κατέρχεται σε απόσταση 6-10 mm (Τριαρίδης Σ., 2005).
Η ανάπτυξη των δομών του μέσου προσώπου (Σάββας Α., 1958).
Το ρινικό οστό είναι υμενογενές, διαπλάσσεται από έναν πυρήνα οστέωσης που εμφανίζεται κατά την 8η–9η εμβρυϊκή εβδομάδα στο υμενώδες περίβλημα της χονδρικής ρινικής κάψας. Η ραφή μεταξύ των δύο ρινικών οστών παραμένει για μεγάλο διάστημα ανοιχτή και εξηγεί τους τραυματισμούς τύπου «ανοιχτού βιβλίου».
Το δακρυϊκό οστό είναι υμενογενές, διαπλάσσεται από έναν πυρήνα οστέωσης που εμφανίζεται στο υμενώδες περίβλημα της χονδρικής ρινικής κάψας κατά τον 3ο ή τον 4ο μήνα της ενδομήτριας ζωής. Ενίοτε παρατηρείται ιδιαίτερος πυρήνας οστέωσης για το δακρυϊκό άγκιστρο.
Η κάτω ρινική κόγχη είναι χονδρογενές οστό, διαπλάσσεται από ένα πυρήνα οστέωσης, και εμφανίζεται στη χονδρική ρινική κάψα κατά τον 4ο-5ο εμβρυϊκό μήνα.
Η ύνιδα είναι υμενογενές οστό, έχει δύο πυρήνες οστέωσης, δεξιό και αριστερό, εμφανίζεται κατά την 8η εβδομάδα της ενδομήτριας ζωής στο συνδετικό οστό που καλύπτει εκατέρωθεν το χόνδρινο διάφραγμα της ρινικής κάψας. Από τους πυρήνες αυτούς σχηματίζονται δύο παράλληλα πέταλα, που βαθμιαία συνενούνται από κάτω προς τα πάνω, με τελικό αποτέλεσμα ένα ενιαίο οστό (ο μεταξύ τους χόνδρος απορροφάται). Ενδεικτικά σημεία της διφυούς καταβολής της ύνιδος αποτελεί το δισχιδές του πρόσθιου χείλους της.
Το ζυγωματικό οστό είναι υμενογενές και διαπλάσσεται από έναν πυρήνα οστέωσης, που εμφανίζεται κατά το δεύτερο εμβρυϊκό μήνα.
Το υπερώιο διαπλάσσεται σε υμενώδες υπόστρωμα από ένα πυρήνα οστέωσης που εμφανίζεται κατά την 8η εμβρυϊκή εβδομάδα στη γωνία μεταξύ του κάτω και οριζοντίου πετάλου και λίγο πάνω από αυτήν. Στο νεογνό τα δύο πέταλα του οστού είναι ισομήκη, έπειτα όμως το κάθετο πέταλο επιμηκύνεται περισσότερο από το οριζόντιο και γίνεται τελικά διπλάσιο από το οριζόντιο.
Η άνω γνάθος είναι υμενογενές οστό και διαπλάσσεται από δύο πυρήνες οστέωσης (6η-8η εμβρυϊκή εβδομάδα), ένας για την κύρια άνω γνάθο και ένας για το τομικό οστό. Ο πυρήνας οστέωσης της κύριας άνω γνάθου εμφανίζεται στη θέση του μελλοντικού έξω πετάλου της φατνιακής απόφυσης, πάνω από την καταβολή του κυνόδοντα. Ο πυρήνας του τομικού οστού εμφανίζεται πάνω από την καταβολή των κοπτήρων (Σάββας Α., 1958).
Στο νεογνό, η άνω γνάθος είναι χαμηλή και φαρδιά και περιέχει τα σπέρματα των δοντιών κάτω από τις καταβολές των ιγμορείων. Η απόσταση του εδάφους του κόγχου από τον βλεννογόνο των ούλων είναι ένα εκατοστό περίπου. Φλεγμονές των οδοντικών σπερμάτων οδηγούν σε οστεομυελίτιδα και επέκταση προς τον κόγχο. Ο ρινοδακρυϊκός πόρος γίνεται πόρος περίπου κατά τη γέννηση, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι διαβατός στο νεογνό. Με την ανάπτυξη της άνω γνάθου επιμηκύνεται ιδιαίτερα (Crelin E. 1969).
Το γναθιαίο-ιγμόρειο άντρο.
Το ιγμόρειο άντρο είναι ο πρώτος παραρρινικός κόλπος που αναπτύσσεται. Εμφανίζεται με τη μορφή ενός εκκολπώματος, κατά τον 3ο περίπου μήνα της ενδομήτριας ζωής. Κατά την περίοδο αυτήν, είναι ήδη σχηματισμένες η ρινική θαλάμη και οι ρινικές κόγχες και κατά την 70η ημέρα εμφανίζεται πάνω από την κάτω ρινική κόγχη μια μικρή ακρολοφία, που κατευθύνεται στο μέσο ρινικό πόρο. Ακριβώς ψηλότερα από αυτή τη μικρή ακρολοφία, που αποτελεί την καταβολή του ηθμοειδούς άγκιστρου, εμφανίζεται το πλάγιο εκκόλπωμα, ο ισθμός του οποίου παραμένει στενός και αποτελεί την καταβολή του στομίου του ιγμόρειου άντρου (Crelin Ε. 1969, Crelin Ε. 1973, Τριαρίδης Κ. 1980, Anon J.B. et. al. 1996).
Κατά τη γέννηση, το ιγμόρειο άντρο είναι μία σχισμοειδής κοιλότητα με μέγεθος και σχήμα μικρού φασολιού με προσθιοπίσθια κατεύθυνση και διαστάσεις από 8Χ4Χ4 χιλ. μέχρι 20Χ10Χ10 χιλ.. Tο ιγμόρειο άντρο και οι ηθμοειδείς κυψέλες είναι οι μόνες παραρρινικές κοιλότητες που υπάρχουν κατά τη γέννηση (Σάββας Α.Π. 1958).
Στο πρωτογενές αυτό ιγμόρειο άντρο που βρίσκεται πολύ κοντά στον κόγχο, ο υποκόγχιος πόρος βρίσκεται προς τα κάτω και έξω, και ο ρινοδακρυϊκός πόρος βρίσκεται 1,5 εκ. τουλάχιστον προς τα εμπρός.
Μετά τη γέννηση, καθώς οι δομές του προσώπου αυξάνονται προς τα εμπρός και κάτω σε σχέση με το κρανίο, το ιγμόρειο άντρο αυξάνεται προς την ίδια κατεύθυνση. Η ανάπτυξη του ιγμορείου κατά την παιδική ηλικία παρακολουθεί την ανατολή των δοντιών και την ανάπτυξη της άνω γνάθου και αυξάνει κατά 3 Χ 2 Χ 2 χιλ. το χρόνο. Η αύξηση αυτή συνεχίζεται για 8 χρόνια περίπου. Αρχικά, το μεγαλύτερο μέρος της γνάθου, αποτελείται από σπογγώδες οστό που περιέχει τις καταβολές των δοντιών. Καθώς ένα δόντι ανατέλλει ο χώρος που κατείχε αδειάζει και το ιγμόρειο άντρο επεκτείνεται προς αυτή την κατεύθυνση. Η πνευμάτωση ουσιαστικά ολοκληρώνεται με την τελείωση της μόνιμης οδοντοφυΐας. Ο ρυθμός ανάπτυξης του ιγμορείου είναι ταχύς κατά τις περιόδους ανατολής των νεογιλών (1/2 -3 έτη) και των μόνιμων δοντιών (6-12 έτη). Από τη γέννηση μέχρι την ενηλικίωση το ιγμόρειο άντρο θα αυξηθεί τρεις φορές κατά την προσθοπίσθια διάμετρο και πέντε φορές κατά το ύψος και το πλάτος (Crelin F., 1973). Το έδαφος του ιγμορείου άντρου στην γέννηση βρίσκεται στο μέσο ρινικό πόρο, 4 χιλ. επάνω από το έδαφος της ρινικής θαλάμης. Στο βρέφος η εμφάνιση των πρώτων τομέων, συνοδεύεται από αύξηση προς τα κάτω της άνω γνάθου, κάθοδο της φατνιακής απόφυσης, αύξηση προς τα κάτω του ιγμορείου άντρου, που όμως δεν είναι αισθητή, αύξηση προς τα πλάγια. Στο τέλος του πρώτου χρόνου ζωής, το ιγμόρειο άντρο βρίσκεται σχεδόν προς τα εμπρός του υποκόγχιου πόρου αν και έχει επεκταθεί κατά 2 χιλ. προς τα κάτω μεταξύ του κόγχου και των οδοντικών σπερμάτων του κυνόδοντα και του 1ου νεογιλού γομφίου (Τριαρίδης Κ., 1980). Στον 7ο χρόνο, το μέγεθός του είναι 27Χ17Χ18 χιλ. και έχει τη μορφή ενός ιγμορείου άντρου ενήλικα σε μικρογραφία. Η οριζόντια επέκταση ολοκληρώνεται τον 9ο χρόνο, όταν το ιγμόρειο άντρο φθάνει το έξω τοίχωμα της άνω γνάθου και το έδαφος βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τη ρινική θαλάμη (Δημητρίου Χ., 1999). Το έδαφος ακολουθεί την προς τα κάτω αύξηση και από τα 8-9 χρόνια (Alberti 1976) μέχρι τα 12 χρόνια βρίσκεται στο ίδιο ύψος με το έδαφος των ρινικών θαλάμων και από την ηλικία αυτή, μπορεί να παρακεντηθεί από τον κάτω ρινικό πόρο. Με το τέλος της μόνιμης οδοντοφυΐας το έδαφος βρίσκεται πιο χαμηλά από τη ρινική θαλάμη. Η ανάπτυξη του ιγμορείου ολοκληρώνεται μεταξύ του 15ου και 18ου έτους, οπότε και το έδαφός του βρίσκεται σε χαμηλότερο σημείο (4-5 mm ) από το έδαφος της ρινικής θαλάμης (Kristensen S. και Tveteras K. 1986). Από την ήβη και έπειτα η αύξηση είναι βραδύτερη και το ιγμόρειο άντρο αποκτά στα 18 χρόνια σχεδόν το κανονικό του μέγεθος μετά την εξεύρεση χώρου για την κάθοδο (με ανατολή ή όχι) του 3ου άνω γομφίου.
Καθ’όλη τη διάρκεια της πνευμάτωσής του, το ιγμόρειο άντρο αλλάζει σχήμα και μέγεθος. Το σωληνοειδές αρχικό σχήμα και μέγεθος μικρού φασολιού γίνεται ωοειδές στην παιδική ηλικία, για να αποκτήσει το τελικό πυραμοειδές σχήμα με την ανατολή των μόνιμων δοντιών.
Μετά την ηλικία των 3 ή 4 χρόνων το ιγμόρειο άντρο υπόκειται σοβαρά στον κίνδυνο φλεγμονής (Τριαρίδης Κ., 1980).
Χαρακτηριστικό του παιδικού ιγμορείου άντρου είναι ότι το έδαφος του κόγχου είναι κοίλο προς τα κάτω και μπορεί να εμφανίζεται στην ακτινογραφία και τον χειρουργό σαν να υπάρχει πτώση του εδάφους σε τραύματα (Converse J., 1976). Και αυτό γιατί συχνά, παρά το μικρό του μέγεθος, το παιδικό ιγμόρειο άντρο συμβαίνει σε κατάγματα του εδάφους του κόγχου να περιέχει το περιεχόμενο του κόγχου (Blow out και ενόφθαλμος).
Το επιθήλιο των παραρρινικών κόλπων είναι κροσσωτό κυβοειδές. Οι κροσσοί βρίσκονται σε διαρκή κίνηση και η δράση τους προωθεί τη βλέννα σε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η πορεία βλέννης είναι από τους κόλπους στη ρινική κοιλότητα, και από εκεί στο ρινοφάρυγγα και την πεπτική οδό. Το πρότυπο της ροής είναι συγκεκριμένο για κάθε κόλπο και επιμένει ακόμα και αν δημιουργηθούν με χειρουργικές τεχνικές εναλλακτικές οδοί παροχέτευσης του κόλπου.
Στο ιγμόρειο άντρο, η μεταφορά της βλέννης ξεκινάει από το έδαφος και ακτινωτά κατευθύνεται από το κέντρο προς την περιφέρεια και, διαμέσου του φυσικού στομίου και της αύλακας της ηθμοειδούς χώνης, φθάνει στην ημισελινοειδή εντομή, από όπου περνάει στο μέσο ρινικό πόρο και τελικά στο ρινοφάρυγγα. Το φυσικό στόμιο καλύπτεται από το ηθμοειδές άγκιστρο (88%) και συχνότερα εκβάλλει στο οπίσθιο 1/3 της αύλακας της ηθμοειδούς χώνης (72%), αραιότερα στο μέσο (11%) ή το πρόσθιο (5,5%). Μη λειτουργικά επικουρικά στόμια (1-5) αναπτύσσονται μετά τη βρεφική ηλικία στη μεμβρανώδη οπίσθια πηγή (18-45%). Στο μέσο ρινικό πόρο παροχετεύονται επίσης οι πρόσθιες ηθμοειδείς κυψέλες και ο μετωπιαίος κόλπος. Στο μετωπιαίο κόλπο η βλέννη μεταφέρεται διαδοχικά κατά μήκος του διαφράγματος, της οροφής και του εδάφους και μερικώς αποχετεύεται μέσω του στομίου ή μετωπορινικού πόρου ενώ ποσότητα της βλέννης επανακυκλοφορεί εκ νέου στον κόλπο. Οι οπίσθιες ηθμοειδείς κυψέλες κατευθύνουν τη βλέννη στον άνω ρινικό πόρο. Το στόμιο του σφηνοειδή κόλπου βρίσκεται προς τα έσω, στο άνω τμήμα του πρόσθιου τοιχώματος του κόλπου και επικοινωνεί με το σφηνοηθμοειδικό εκκόλπωμα που βρίσκεται πίσω και πάνω από τη μέση ρινική κόγχη, πλάγια του ρινικού διαφράγματος. Τέλος στον κάτω ρινικό πόρο παροχετεύονται τα δάκρυα διαμέσου του ρινοδακρυϊκού πόρου.
Η κάτω γνάθος είναι υμενογενές οστό και διαπλάσσεται από δύο πυρήνες οστέωσης δεξιό και αριστερό, που εμφανίζονται κατά την 6η εμβρυϊκή εβδομάδα (αμέσως μετά την εμφάνιση του πυρήνα οστέωσης της κλείδας) στο μεσέγχυμα που καλύπτει την έξω επιφάνεια του σύστοιχου χόνδρου του Meckel. Κατά την 10η εβδομάδα, η μοίρα του χόνδρου του Meckel που βρίσκεται κάτω από τους τομείς, περιβάλλεται τελείως από υμενογενές οστό. Από ιδιαίτερους πυρήνες που εμφανίζονται αργότερα, διαπλάσσονται η κορωνοειδής απόφυση και ο κόνδυλος της κάτω γνάθου.
Πυρήνες οστέωσης και ραφές.
Τραυματισμός των πυρήνων οστέωσης που συνδέονται με την ανάπτυξη των οστών μπορεί να τροποποιήσει το αναπτυξιακό αποτέλεσμα. Καταστροφή των πυρήνων οστέωσης έχει ως αποτέλεσμα αναστολή ή ατέλεια στην ανάπτυξη, ενώ απλός τραυματισμός μπορεί να οδηγήσει σε υπερδιέγερση και οστική υπερπαραγωγή.
Κατά τη γέννηση, οι πηγές του εγκεφαλικού κρανίου είναι ανοικτές και οι ραφές μεταξύ των οστών χαλαρές, γεγονός που αυξάνει την ελαστικότητα του οστικού υποστρώματος σε εφαρμογή βίας. Στους τραυματισμούς μπορεί να διαταραχθεί η ομαλή συμβολή τους στην ανάπτυξη του κρανίου και να συνοστεωθούν πρώιμα κατά την παιδική ηλικία. Ραφές υπάρχουν στο εγκεφαλικό κρανίο, στη βάση του κρανίου και στο σπλαχνικό κρανίο (Crelin E. 1973).
Ο θόλος του εγκεφαλικού κρανίου εμφανίζει σχήμα πεντάγωνο λόγω της εξαιρετικά μεγάλης ανάπτυξης των βρεγματικών και των μετωπιαίων όγκων με χαρακτηριστικά γνωρίσματα τις υμενώδεις ραφές και τις πηγές. Οι υμενώδεις ραφές θεωρούνται υπολείμματα του υμενώδους κρανίου και συνδέουν σαν πλατειές ταινίες τα υμενογενή οστά του θόλου του εγκεφαλικού κρανίου. Κάθε υμενώδης ραφή εμφανίζει τρεις στιβάδες, μία επιπολής που συνδέεται με το περικράνιο των παρακείμενων οστών, τη μέση που συνδέεται με τα χείλη των συντασσομένων οστών (ραφιαίος σύνδεσμος) και τη βαθύτερη που σχηματίζεται από τη σκληρή μήνιγγα. Από τις στιβάδες αυτές σπουδαιότερη είναι η μέση στιβάδα, η οποία χρησιμεύει για την κατά πλάτος αύξηση των οστών του θόλου, με την ηλικία, σε αντιστοιχία με το συζευκτικό χόνδρο των επιμήκων οστών. Χάρη στις μαλακές και πλατειές αυτές ραφές καθίσταται δυνατή η αύξηση της χωρητικότητας του κρανίου. Το κρανίο είναι εύπλαστο, ιδίως κατά τον τοκετό όπου τα οστά του θόλου πλησιάζουν κατά τις ραφές ή και εφιππεύουν το ένα επί του άλλου και σμικρύνονται αισθητά οι διάμετροι της κεφαλής του εμβρύου (Σάββας Α. 1958).
Οι πηγές είναι υμενώδεις περιοχές του θόλου του κρανίου, όπου συναντιούνται οι υμενώδεις ραφές του κρανίου και που αντιστοιχούν προς τις αποστρογγυλωμένες γωνίες των συντασσομένων οστών του θόλου του κρανίου. Οι κυριότερες από αυτές βρίσκονται στις 4 γωνίες των βρεγματικών οστών και είναι:
α) Η πρόσθια μέση ή μετωπιαία ή μείζονα πηγή
β) Η οπίσθια μέση ή ινιακή ή ελάσσονα πηγή
γ) Η πρόσθια πλάγια ή σφηνοειδής πηγή
δ) Η οπίσθια πλάγια ή μαστοειδής πηγή
Η οπίσθια μέση πηγή και η πρόσθια πλάγια πηγή συνοστεώνονται κατά τον 2ο-3ο μήνα μετά τον τοκετό, η οπίσθια πλάγια κατά το τέλος του 1ου έτους και η πρόσθια μέση πηγή συνήθως κατά το μέσο του 2ου έτους της ηλικίας (Crelin E., 1969).
Ηλικιακές ιδιαιτερότητες της βάσης του κρανίου.
Στο νεογνό, η βάση του εγκεφαλικού κρανίου είναι στενή και βραχεία, τα οστά δεν έχουν ακόμα ολοκληρώσει την οστέωσή τους και αποτελούνται από περισσότερα τμήματα που ενώνονται με συγχονδρώσεις. Το σφηνοειδές αποτελείται από τρία τμήματα (κεντρικό και πλάγια). Η συνοστέωση των τριών αυτών τμημάτων ολοκληρώνεται στο τέλους του πρώτου έτους (Lim L.H. et. al. 1993). Η ράχη του εφιππίου είναι χόνδρινη, στο βόθρο της υπόφυσης εκβάλλει ο κρανιοφαρυγγικός πόρος και οι σφηνοειδείς κόλποι δεν περιέχουν ακόμα αέρα. Κατά τη διάρκεια της εμβρυϊκής διάπλασης, το οπτικό κανάλι και το υπερκόγχιο σχίσμα χωρίζονται αρχικά από μία πρόσθια και στη συνέχεια και από μία οπίσθια ρίζα, οι οποίες αργότερα συνενώνονται. Απουσία συνοστέωσης των δύο ριζών οδηγεί σε διπλό κρανιακό στόμιο του οπτικού καναλιού (Sturla F. et. al. 1980). Στο ηθμοειδές οστό του νεογνού, το τετρημένο και το κάθετο πέταλο δεν είναι πλήρως σχηματισμένα και το κάλλαιο βρίσκεται σε χόνδρινη κατάσταση (Τριαρίδης Σ., 2005). Η πλήρης συνοστέωση των τριών τμημάτων του (δύο παπυρώδη πέταλα με τον ηθμοειδή λαβύρινθο και το τετρημένο πέταλο) ολοκληρώνεται κατά το 16ο έτος της ηλικίας (Lim L.H. et. al. 1993).
Στο νεογνό το έξω ινιακό όγκωμα μόλις υποσημαίνεται, οι αυχενικές γραμμές λείπουν και η βάση του ινιακού συνάπτεται με το σώμα του σφηνοειδούς οστού. Καθένα από τα κροταφικά οστά αποτελείται από τρία τμήματα (λιθοειδές, λεπιδοειδές και τυμπανικό). Η μαστοειδής απόφυση λείπει, ο έξω ακουστικό πόρος δεν έχει διαμορφωθεί, το τυμπανικό οστό εμφανίζει ατελή δακτύλιο, ο τυμπανικός υμένας είναι επιφανειακός.
Οι σφηνοειδείς κόλποι αρχικά είναι 2 μικρές καταβολές απομακρυσμένες η μία από την άλλη (αντιστοιχούν στο στόμιο του κόλπου στο σφηνοηθμοειδικό εκκόλπωμα). Η πνευμάτωση του σφηνοειδούς κόλπου εμφανίζεται μεταξύ 3ου- 4ου έτους (Lim L.H. et. al. 1993) μετά από την συνοστέωση των οστών του Bertin ενώ η διάκριση του σε δύο ή περισσότερες κοιλότητες παρατηρείται μεταξύ 8ου- 10ου έτους (Kristensen S. και Tveteras K. 1986). Η προς τα πίσω πνευμάτωση του κόλπου περιβάλλει πλήρως το τουρκικό εφίππιο (Sellar sinus, 76-86%), μερικώς (Presellar sphenoid, 10-24%) ή καθόλου (Conchal sinus, 2-5%) (Manson P.N. et. al. 1980, Ducic Y. και Hamlar D.D. 1998). Η προς τα πλάγια πνευμάτωση φέρνει το πλάγιο τοίχωμα του σφηνοειδούς κόλπου σε στενή σχέση με το οπτικό νεύρο, την έσω καρωτίδα, το σηραγγώδη κόλπο και τα νεύρα που τον διασχίζουν. Η πνευμάτωση μπορεί να εκτείνεται στις πρόσθιες κλινοειδείς αποφύσεις, το απόκλιμα, τις μείζονες και ελάσσονες πτέρυγες και τις πτερυγοειδείς αποφύσεις του σφηνοειδούς.
Ο παρακάτω Πίνακας συνοψίζει τη διάπλαση, πνευμάτωση και παραλλαγές των παραρρινικών κόλπων (Τριαρίδης Σ., 2005).
| Διάπλαση | Πνευμάτωση | Απλασία (%) | Υποπλασία | Διαστάσεις (mm) | Διαμερισματοποίηση | |||
(εμβρ.μήνας) | Έναρξη | Ολοκλήρωση | Μονο | Άμφω | (σημαντική) | Ενήλικα (ΜxΥxΠ) | Ατελής | Πλήρης | |
Ηθμοειδείς | 3-5 | γέννηση | 13-14 χρ. | | | 23-33 x 24 x11-14 | | | |
Ιγμόρειο | 3 | γέννηση | 18 χρ. | Σπάνια (0,5 %) | 3-10 % | 34 x 33 x 23 | 50 % | 1-6 % | |
Μετωπιαίος | 4 | 2-4 χρ. | 15-20 χρ. | 2,5-20 | 2-35 | 3-7,4 % | 17-20 x 28 x 27 | | 1,5-21 % |
Σφηνοειδής | 3 | 3-4 χρ. | 12-20 χρ. | Σπάνια (1-1,5 %) | 1 % | 19-23 x 18-20 x17 | 76% διαφράγματα |
Το προσωπικό (σπλαχνικό) κρανίο.
Το προσωπικό κρανίο του νεογνού είναι αναλογικά μικρό και αποτελεί το 1/8 περίπου του εγκεφαλικού κρανίου ενώ στους ενήλικες ισούται προς το ½ αυτού. Η διαφορά αυτή οφείλεται αφενός στην ταχεία και έντονη ανάπτυξη του εγκεφάλου και αφετέρου στην υποτυπώδη ανάπτυξη των γνάθων λόγω της μη ανατολής των δοντιών και των μικρών διαστάσεων των παραρρινικών κόλπων και της ρινικής κοιλότητας που περιέχονται μεταξύ των δύο οφθαλμικών κόγχων (Σάββας Α., 1958).
Υπάρχει αμφίδρομη σχέση αναπνοής-μάσησης με την ανάπτυξη του σπλαχνικού κρανίου. Πολλές ωτορινολαρυγγολογικές παθήσεις προκαλούν διαταραχές αναπνοής και έτσι δημιουργούνται διαταραχές ανάπτυξης του σπλαχνικού κρανίου.
Η άνω γνάθος του νεογνού εμφανίζει μικρότερη την κάθετη και μεγαλύτερες την εγκάρσια και την οβελιαία διάμετρο. Το σώμα είναι μικρό και τα φατνία των δοντιών (πέντε τον αριθμό) εκτείνονται σχεδόν μέχρι το έδαφος του οφθαλμικού κόγχου. Η μετωπιαία απόφυση είναι καλά ανεπτυγμένη, το γναθιαίο άντρο πολύ μικρό. Η τομική ραφή είναι εμφανής και αφορίζει το τομικό οστό (Crelin E., 1969).
Η κάτω γνάθος αποτελείται από το δεξιό και αριστερό ημιμόριο που συνδέονται στη γενειακή σύμφυση με συνδετικό οστό. Το σώμα της συνίσταται κυρίως από τη φατνιακή απόφυση και εμφανίζει τα φατνία των νεογιλών οδόντων με το τελευταίο να βρίσκεται επί του κλάδου. Ο γναθιαίος πόρος πορεύεται κοντά στο κάτω χείλος του οστού, το δε γενειακό τρήμα βρίσκεται κάτω από το φατνίο του 1ου γομφίου δοντιού. Οι δύο κλάδοι φέρονται λοξά προς τα πίσω, σχηματίζοντας με το σώμα αμβλεία γωνία κατά μέσο όρο 150ο (138ο-175ο). Η κορωνοειδής απόφυση είναι σχετικά μεγάλη και προεξέχει από τον κόνδυλο που βρίσκεται στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο με το άνω χείλος της γενειακής σύμφυσης. Η βελονοειδής απόφυση και μεγάλο μέρος του υοειδούς οστού βρίσκονται ακόμα σε χόνδρινη κατάσταση (Σάββας Α., 1958).
Η αύξηση του σπλαχνικού κρανίου σχετίζεται στενά με τις λειτουργίες του αναπνευστικού και πεπτικού συστήματος και επιτυγχάνεται:
α) με την ανατολή τον δοντιών, όπου οι δύο γνάθοι απομακρύνονται μεταξύ τους και αυξάνεται η κάθετη διάμετρος του πρόσωπου
β) με την ανάπτυξη των μασητήριων μυών και την ισχυροποίηση των οστών του προσώπου
γ) με την καθ΄ ύψος αύξηση των ρινικών κοιλοτήτων και τη σύγχρονη επιμήκυνση των άνω γνάθων
δ) με την ανάπτυξη των παραρρινικών κόλπων και ιδιαίτερα των γναθιαίων άντρων (Τριαρίδης Κ. 1980, Τριαρίδης Κ. 1986).
Συνοψίζουμε τις αναπτυξιακές ιδιαιτερότητες του σπλαχνικού κρανίου των παιδιών :
- Μη συνοστέωση των ραφών που επιτρέπει την ανάπτυξη και δημιουργεί ελαστικότητα.
- Ύπαρξη χόνδρινων κέντρων ανάπτυξης (πυρήνες οστέωσης) σε κάθε οστό που είναι υπεύθυνα για την ανάπτυξή του.
- Διαδικασία της πνευμάτωσης των αρχικών θυλάκων για τη δημιουργία των παραρρινικών κοιλοτήτων (πρώτα αναπτύσσονται οι ηθμοειδείς κυψέλες), που επιδρά στην ανάπτυξη των οστικών δομών.
- Κρίσιμος αναπτυξιακός ρόλος του κονδύλου της κάτω γνάθου
- Οδοντοφυΐα, πρώτα νεογιλή και έπειτα μόνιμη που διευρύνει τα οδοντικά τόξα.
Ιδιαιτερότητες που έχουν σημασία για τη Βιολογική/Μηχανική συμπεριφορά των δομών είναι επίσης: (Cotton R. et. al. 1999, Wetmore R. et. al. 2000).
- O ρόλος της μάσησης στην ανάπτυξη των γνάθων.
- Η λειτουργία της ρινικής αναπνοής.
- Η ανάπτυξη της μύτης που συνοδεύεται από μετασχηματισμό χόνδρινου ιστού σε οστικό.
- Η σταδιακή κάθοδος του λάρυγγα προς τα κάτω.
- Αναπτυξιακές διαταραχές όταν τραυματίζονται οι πυρήνες οστέωσης, τα οδοντικά σπέρματα ή άλλοι ρυθμιστές της ανάπτυξης (μασητήριοι, οδοντοφυΐα, μαλακά μόρια).
- Η αναπτυξιακή αποκατάσταση της σύγκλεισης των οδοντικών φραγμών, ακόμα και σε πώρωση καταγμάτων με παρεκτόπιση, με την ανάπτυξη του φατνιακού «οστού» που εξισορροπεί τις παρεκτοπίσεις.
2.4. Άλλες ιδιαιτερότητες της παιδικής ηλικίας.
Τις αναπτυξιακές ιδιαιτερότητες του παιδιού συνοδεύουν:
- Ταχύς μεταβολικός ρυθμός,
- Μεγάλη οστεογεννητική ικανότητα του περιοστέου (γρήγορη πώρωση). Κατάγματα της κάτω γνάθου στα παιδιά μπορεί να συνεχίσουν να έχουν ανώμαλη κινητικότητα και για 10-12 ημέρες, αλλά κατάγματα των ρινικών ή του έσω κανθού καθηλώνονται από πώρο νωρίτερα (6-8 ημέρες),
- Γρήγορη επούλωση των τραυμάτων των μαλακών μορίων με έντονη ανάπτυξη κοκκιώδους ιστού, εξαιτίας της πλούσιας αιμάτωσης και του γρήγορου μεταβολικού ρυθμού,
- Ισχυρή αντίσταση στην επιμόλυνση και τη φλεγμονή,
- Έντονα αντανακλαστικά στην αναπνευστική και πεπτική οδό,
- Έχει μεγάλη σημασία η απώλεια αίματος λόγω της μικρότερης συνολικής ποσότητας (για τις αιμορραγίες και το shock) (Τριαρίδης Κ., 1986). Το ποσοστό όγκου αίματος στο παιδί αντιστοιχεί στο 8-9% του βάρους σώματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου